γέλιο — το (Μ γέλιον, το) 1. η έκφραση χαράς ή ειρωνείας με συσπάσεις τών χειλιών, τού στόματος, τού προσώπου και με ηχηρές εκπνοές 2. φρ. α) «έσκασα στα γέλια» ή «πέθανε στα γέλια» γέλασα τόσο που δυσκολευόμουν ν ανασάνω β) τα γέλια θα σού βγουν ξινά»… … Dictionary of Greek
γελοίος — α, ο (AM γελοῑος, α, ον, Α και γέλοιος, α, ον) 1. αυτός που προκαλεί γέλιο, άξιος για γέλια 2. άξιος για περιφρόνηση, αναξιόλογος 3. το ουδ. ως ουσ. το γελοίο η γελοιότητα αρχ. 1. (για πρόσωπα) κωμικός, αστείος, περιπαικτικός 2. (για… … Dictionary of Greek
γελοιοποιώ — ( έω) 1. μεταβάλλω σε γελοίο κάτι σοβαρό, διακωμωδώ 2. (μέσ. παθ.) γελοιοποιούμαι γίνομαι γελοίος, ρεζιλεύομαι … Dictionary of Greek
γελοιότητα — η (AM γελοιότης) [γελοίος] το να είναι κάποιος ή κάτι γελοίο … Dictionary of Greek
γύφτικος — η, ο 1. ο σχετικός με τον γύφτο 2. βρόμικος, ακατάστατος 3. μικροπρεπής, τσιγγούνης 4. το ουδ. ως ουσ. το γύφτικο σιδηρουργείο 5. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γύφτικα α) συνοικία τών γύφτων β) περιοχή τών σιδηρουργείων 6. φρ. α) «αυτά τα λένε στα… … Dictionary of Greek
καθαρογραφώ — καθαρογραφώ, έω (Μ) γράφω καθαρά και ευανάγνωστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + γραφῶ (< γραφος*), πρβλ. γελοιο γραφώ, πλαστο γραφώ] … Dictionary of Greek
κολλομελώ — κολλομελῶ, έω (Α) (κωμ. λ.) συνενώνω στίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + μελῶ (< μέλος «τραγούδι»), πρβλ. γελοιο μελώ] … Dictionary of Greek
μασκαράς — (I) ο (Μ μασκαράς) μεταμφιεσμένος τής αποκριάς, προσωπιδοφόρος·* νεοελλ. ντυμένος ή βαμμένος με γελοίο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. mascara]. (II) ο άνθρωπος ανήθικος και πονηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maskara < αραβ. maschara] … Dictionary of Greek
μπερλίνα — I Ατιμωτική ποινή που χρησιμοποιήθηκε από τον Μεσαίωνα έως τον περασμένο αιώνα. Περιλάμβανε την έκθεση του κατάδικου στα μάτια του πλήθους, σε μία τοποθεσία που κι αυτή ονομαζόταν μ. Ο τρόπος εκτέλεσης της μ. ποίκιλλε κατά τόπο και χρόνο, αλλά… … Dictionary of Greek
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek
πιθηκίζω — ΝΜΑ [πίθηκος] φέρομαι σαν πίθηκος, μιμούμαι τους πιθήκους νεοελλ. μιμούμαι τους άλλους ανθρώπους με τρόπο ανόητο και αδέξιο, μαϊμουδίζω αρχ. (ενεργ. και μέσ.) (ιδίως για κόλακες) φέρομαι σε κάποιον σαν πίθηκος, κολακεύω με γελοίο τρόπο κάποιον,… … Dictionary of Greek